- λευκίτης
- Πυριτικό ορυκτό του καλίου και του αργιλίου με χημικό τύπο KAlSi2O6, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων. Μακροσκοπικά εμφανίζεται με κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, εικοσιτετραεδρικού σχήματος, μορφή την οποία αποκτά κατά τη στιγμή του διαχωρισμού του από το μάγμα. Αντίθετα, στο μικροσκόπιο αποκαλύπτεται ότι είναι σχηματισμένος από τετραγωνικά ελασματοειδή συσσωματώματα. Πράγματι, οι κρύσταλλοι του λ. είναι εικοσιτετραεδρικοί κυβικοί πάνω από τους 600°C (α-λ.) και τετραγωνικοί κάτω από τους 600°C (β-λ.). Αυτό υποδεικνύει ότι έχει υποστεί παραμορφώσεις. Το χρώμα του είναι λευκό με λάμψη υαλώδη. Η σκληρότητά του στην κλίμακα των ορυκτών είναι 5,5-6 και η πυκνότητά του 2,5 gr/cm3. Περιέχεται ως κύριο συστατικό σε πολλά πετρώματα, όπως σε λευκιτικούς φωνόλιθους, σε λευκιτοφύρες, σε λευκιτικούς βασάλτες, σε τεφρίτες και σε λευκιτίτες. Μέσα στα ηφαιστειακά πετρώματα συναντάται με τη μορφή φαινοκρυστάλλων. Η περιεκτικότητά του σε κάλιο καθιστά τον λ. κατάλληλο για λίπασμα, αφού κονιοποιηθεί, γι’ αυτό και τα πετρώματα που τον περιέχουν έχουν οικονομική σημασία. Σημαντικά κοιτάσματα λ. βρίσκονται στον Καναδά, στην Ιταλία, στη Γερμανία και στο Γουαϊόμινγκ των ΗΠΑ.
Κρύσταλλος λευκίτη στην τυπική εικοσιτετραεδρική μορφή, με εγκλείσματα κρυστάλλων μελανίτη.
* * *ο (Α λευκίτης, δωρ. τ. λευκίτας) [λευκός]νεοελλ.(ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού καλίου το οποίο είναι ένα από τα σημαντικότερα ορυκτά τών αστριοειδώναρχ.(για κριάρι) λευκός.
Dictionary of Greek. 2013.